δομινικανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δομινικανός < μεσαιωνική λατινική Dominicanus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δομινικανός αρσενικό
- μοναχός του τάγματος των Αδελφών Ιεροκηρύκων που ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα από τον άγιο Δομίνικο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δομινικανός