δοσατζής
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Παράγωγα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δοσατζ
ής
οι
δοσατζ
ήδες
γενική
του
δοσατζ
ή
των
δοσατζ
ήδων
αιτιατική
τον
δοσατζ
ή
τους
δοσατζ
ήδες
κλητική
δοσατζ
ή
δοσατζ
ήδες
Κατηγορία
όπως «
μπαλωματής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
δοσατζής
<
δόση
+
-τζής
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
δοσατζής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
δοσατζού
)
(
επάγγελμα
) ο εισπράκτορας
δόσης
, που μπορεί να είναι ο ίδιος ο
πιστωτής
ή
δοσάς
, ή υπάλληλος αυτού
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
δοσάς
Παράγωγα
[
επεξεργασία
]
δοσατζού
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
δοσατζής
γαλλικά
:
vendeur
(fr)
à
credit
(fr)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες