δοσάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δοσάς οι δοσάδες
      γενική του δοσά των δοσάδων
    αιτιατική τον δοσά τους δοσάδες
     κλητική δοσά δοσάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοσάς < δόσ(η) + -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δοσάς αρσενικό (θηλυκό δοσού)

  • (επάγγελμα, προφορικό) o έμπορος, με ή χωρίς κατάστημα, που πουλάει με δόσεις και πληρώνεται σε τακτά διαστήματα πηγαίνοντας, ο ίδιος, στο σπίτι ή το μαγαζί του αγοραστή

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]