δουλεμπορικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουλεμπορικό τα δουλεμπορικά
      γενική του δουλεμπορικού των δουλεμπορικών
    αιτιατική το δουλεμπορικό τα δουλεμπορικά
     κλητική δουλεμπορικό δουλεμπορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δουλεμπορικό < ουδέτερο του δουλεμπορικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δουλεμπορικό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δουλεμπορικό