δροσοσταλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δροσοσταλιά | οι | δροσοσταλιές |
γενική | της | δροσοσταλιάς | των | δροσοσταλιών |
αιτιατική | τη | δροσοσταλιά | τις | δροσοσταλιές |
κλητική | δροσοσταλιά | δροσοσταλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δροσοσταλιά < δροσοστάλα + -ιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δροσοσταλιά θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δροσοσταλιά
|