δυσκολάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυσκολάκι τα δυσκολάκια
      γενική
    αιτιατική το δυσκολάκι τα δυσκολάκια
     κλητική δυσκολάκι δυσκολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσκολάκι (νεολογισμός) < δύσκολ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσκολάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]