δώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δώμα | τα | δώματα |
γενική | του | δώματος | των | δωμάτων |
αιτιατική | το | δώμα | τα | δώματα |
κλητική | δώμα | δώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δώμα < αρχαία ελληνική δῶμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δώμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δώμα
|