Μετάβαση στο περιεχόμενο

εγερτήριο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγερτήριο τα εγερτήρια
      γενική του εγερτηρίου
& εγερτήριου
των εγερτηρίων
    αιτιατική το εγερτήριο τα εγερτήρια
     κλητική εγερτήριο εγερτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εγερτήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εγερτήριο ουδέτερο

  1. το κάλεσμα για να ξυπνήσει κάποιος το πρωί
  2. το πρωινό ξύπνημα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]