εγερτήριο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγερτήριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγερτήριο ουδέτερο
- το κάλεσμα για να ξυπνήσει κάποιος το πρωί
- το πρωινό ξύπνημα
εγερτήριο ουδέτερο