εθιμοτυπία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθιμοτυπία θηλυκό
- το σύνολο των καθιερωμένων κανόνων κόσμιας συμπεριφοράς, και ειδικότερα αυτών που επικρατούν κατά τη διάρκεια επίσημων τελετών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εθιμοτυπικά
- εθιμοτυπικός
- → δείτε τις λέξεις έθιμο και τύπος