εθνικός δρυμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εθνικός δρυμός οι εθνικοί δρυμοί
      γενική του εθνικού δρυμού των εθνικών δρυμών
    αιτιατική τον εθνικό δρυμό τους εθνικούς δρυμούς
     κλητική εθνικέ δρυμέ εθνικοί δρυμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνικός δρυμός < εθνικός & δρυμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική national park

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

εθνικός δρυμός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]