ιδιαιτερότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιδιαιτερότητα < (καθαρεύουσα) ιδιαιτερότης < ιδιαίτερος + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιδιαιτερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ιδιαίτερου, το να είναι κάποιος ή κάτι ξεχωριστός, να διαφέρει από το σύνολο
- η ιδιαιτερότητα της κατάστασης απαιτεί πολύ προσεκτικούς χειρισμούς
- κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει ένα πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση να ξεχωρίζει από τα όμοιά του
- η ιδιαιτερότητα αυτού του υπολογιστή συνίσταται στο ότι έχει ενσωματωμένη την κεντρική μονάδα στην οθόνη του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ιδιαίτερος και ίδιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιδιαιτερότητα