εκλύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκλύω, ελκύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκλύω < αρχαία ελληνική ἐκλύω < ἐκ + λύω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκλύω (παθητική φωνή: εκλύομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]