ελαιοδοχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιοδοχείο ουδέτερο
- δοχείο για την τοποθέτηση / αποθήκευση λαδιού
Δείτε επίσης : ἐλαιοδόχος |
ελαιοδοχείο ουδέτερο