ελαιόμαζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιόμαζα θηλυκό
- μάζα από συμπιεσμένες και πολτοποιημένες ελιές, απ' την οποία προκύπτει το ελαιόλαδο
- ※ «Ελαιόλαδο Κρύας Συμπίεσης» είναι αυτό που έχει παραχθεί πιέζοντας σε πρέσες ζεμπίλια γεμάτα με την πολτοποιημένη από τις στρεφόμενες πέτρες ελαιόμαζα, χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί ζεστό νερό (με θερμοκρασία μεγαλύτερη από τους 27 βαθμούς Κελσίου). (εφ. Το Βήμα, 7/4/2011)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαιόμαζα
|