ελληνοκτόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ο/η ελληνοκτόνος, το ελληνοκτόνο
(λαϊκότροπο, δεν προτιμάται: η ελληνοκτόνα)
- αυτός που σκοτώνει Έλληνες
ο/η ελληνοκτόνος, το ελληνοκτόνο
(λαϊκότροπο, δεν προτιμάται: η ελληνοκτόνα)