εναλλάκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εναλλάκτης < αρχαία ελληνική ἐναλλάκτης < ἐναλλάσσω < ἀλλάσσω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εναλλάκτης αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εναλλάκτης