ενεχυροδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενεχυροδότης αρσενικό (θηλυκό: ενεχυροδότρια)
- αυτός που δίνει κάτι ως ενέχυρο
- Στο έγγραφο επισύναψε τις αποδείξεις του ιδρύματος υπογεγραμμένες από τον εισπράκτορα (masser), στις οποίες αναφέρονταν η ημερομηνία παράδοσης των αντικειμένων (26 Οκτωβρίου 1773-10 Φεβρουαρίου 1774), το όνομα του ενεχυροδότη, η περιγραφή των ενεχύρων (1 λειψανοθήκη ασημένια, 1 στυλοβάτης δισκοπότηρου από ασήμι, 6 καντήλια ασημένια) και η εκτίμηση της αξίας τους, καθώς και απόσπασμα του κανονισμού σχετικά με τον ενεχυριασμό των ιερών σκευών. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεχυροδότης
|