εξόπλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξόπλιση | οι | εξοπλίσεις |
γενική | της | εξόπλισης* | των | εξοπλίσεων |
αιτιατική | την | εξόπλιση | τις | εξοπλίσεις |
κλητική | εξόπλιση | εξοπλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξοπλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξόπλιση < αρχαία ελληνική ἐξόπλισις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξόπλιση θηλυκό
- άλλη μορφή του εξοπλισμός, η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξοπλίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξόπλιση
|