εξώνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξώνητος | η | εξώνητη | το | εξώνητο |
γενική | του | εξώνητου | της | εξώνητης | του | εξώνητου |
αιτιατική | τον | εξώνητο | την | εξώνητη | το | εξώνητο |
κλητική | εξώνητε | εξώνητη | εξώνητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξώνητοι | οι | εξώνητες | τα | εξώνητα |
γενική | των | εξώνητων | των | εξώνητων | των | εξώνητων |
αιτιατική | τους | εξώνητους | τις | εξώνητες | τα | εξώνητα |
κλητική | εξώνητοι | εξώνητες | εξώνητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εξώνητος
- άλλη μορφή του εξωνημένος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξωνούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξώνητος
|