επιδίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδίδω < μεσαιωνική ελληνική επιδίδω < αρχαία ελληνική ἐπιδίδωμι < ἐπί + δίδωμι

Ρήμα[επεξεργασία]

επιδίδω (παθητική φωνή: επιδίδομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]