ἐπιδίδωμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἐπιδίδωμι   ἐπιδίδομαι 
Παρατατικός  ἐπεδίδουν   ἐπεδιδόμην 
Μέλλοντας  ἐπιδώσω   ἐπιδώσομαι, ἐπιδοθήσομαι 
Αόριστος  ἐπέδωκα   ἐπεδόμην, ἐπεδόθην 
Παρακείμενος  ἐπιδέδωκα   ἐπιδέδομαι 
Υπερσυντέλικος  ἐπεδεδώκειν   ἐπεδεδόμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιδίδωμι < ἐπι- + δίδωμι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπιδίδωμι

  1. δίνω επιπλέον
  2. δίνω χρήματα ως δωροδοκία ή από ενδιαφέρον
  3. χαρίζω, δίνω ως «δωρεά» για τις ανάγκες της πόλης
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 113
    ἀλλ᾽ οὐκ ἔστιν, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀλλ᾽ οὗτος συκοφαντῶν, ὅτι ἐπὶ τῷ θεωρικῷ τότ᾽ ὢν ἐπέδωκα τὰ χρήματα, «ἐπῄνεσεν αὐτόν» φησίν «ὑπεύθυνον ὄντα».
    Αλλά δεν υπάρχει τέτοιος νόμος, Αθηναίοι, αλλά αυτός μόνο με συκοφαντεί, επειδή τότε που ήμουν επίτροπος των θεωρικών έδωσα συμπληρωματικά από τα δικά μου χρήματα, και υποστηρίζει «ο Κτησιφών πρότεινε να επαινεθεί ο Δημοσθένης, ενώ ακόμη ήταν υπόλογος για τις πράξεις του».
    Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  4. (στη μέση φωνή) επικαλούμαι ως μάρτυρα
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 254 (254-255)
    ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο θεοὺς ἐπιδώμεθα· τοὶ γὰρ ἄριστοι | μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων·
    Και πρώτ᾽ ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι | θα ᾽ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  5. υπαγορεύω (είναι αντίθετο του γράφω)
  6. δίνω το δικαίωμα στους πολίτες να ψηφίσουν
  7. αυξάνομαι, προοδεύω, βελτιώνομαι, αναπτύσσομαι
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 24.4
    Χῖοι γὰρ μόνοι μετὰ Λακεδαιμονίους ὧν ἐγὼ ᾐσθόμην ηὐδαιμόνησάν τε ἅμα καὶ ἐσωφρόνησαν, καὶ ὅσῳ ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπὶ τὸ μεῖζον, τόσῳ δὲ καὶ ἐκοσμοῦντο ἐχυρώτερον.
    Οι Χίοι είναι οι μόνοι τους οποίους ξέρω, μετά τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι έμειναν συνετοί ενώ ευημερούσαν και οι οποίοι, όσο η πολιτεία τους αναπτυσσόταν περισσότερο, τόσο φρόντιζαν για την ασφάλειά της.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  8. (στην παθητική φωνή) παραχωρούμαι, δίνομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]