επιδιορθώσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδιορθώσιμος η επιδιορθώσιμη το επιδιορθώσιμο
      γενική του επιδιορθώσιμου της επιδιορθώσιμης του επιδιορθώσιμου
    αιτιατική τον επιδιορθώσιμο την επιδιορθώσιμη το επιδιορθώσιμο
     κλητική επιδιορθώσιμε επιδιορθώσιμη επιδιορθώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδιορθώσιμοι οι επιδιορθώσιμες τα επιδιορθώσιμα
      γενική των επιδιορθώσιμων των επιδιορθώσιμων των επιδιορθώσιμων
    αιτιατική τους επιδιορθώσιμους τις επιδιορθώσιμες τα επιδιορθώσιμα
     κλητική επιδιορθώσιμοι επιδιορθώσιμες επιδιορθώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

που επιδέχεται διόρθωσης, που μπορεί να (επι-)διορθωθεί - επισκευαστεί - φτιαχτεί