εποικοδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εποικοδομή < (ελληνιστική κοινή) ἐποικοδομή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εποικοδομή θηλυκό
- (λόγιο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) το επάνω μέρος ενός οικοδομήματος ή το οικοδόμημα που είναι κτισμένο πάνω σε κάποιο άλλο
- Προέρχεται δηλαδή ολόκληρος από τή βάση· και από τη βάση ανεβαίνει προς την εποικοδομή και τη στράτευση της λογοτεχνίας. (Ελένη Τσαντσάνογλου, Σάτιρα και πολιτική στην νεότερη Ελλάδα, σελ. 209)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη οικοδομώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εποικοδομή
|