ερανισματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ερανισματικός (en) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- ο δομημένος ή βασισμένος σε ερανίσματα
- ο κινηματικά εκλεκτικός (βλ. εκλεκτισμός)
- που σχετίζεται ή αφορά ερανίσματα