ερανισματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερανισματικός η ερανισματική το ερανισματικό
      γενική του ερανισματικού της ερανισματικής του ερανισματικού
    αιτιατική τον ερανισματικό την ερανισματική το ερανισματικό
     κλητική ερανισματικέ ερανισματική ερανισματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερανισματικοί οι ερανισματικές τα ερανισματικά
      γενική των ερανισματικών των ερανισματικών των ερανισματικών
    αιτιατική τους ερανισματικούς τις ερανισματικές τα ερανισματικά
     κλητική ερανισματικοί ερανισματικές ερανισματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ερανισματικός (en) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. ο δομημένος ή βασισμένος σε ερανίσματα
    • ο κινηματικά εκλεκτικός (βλ. εκλεκτισμός)
  2. που σχετίζεται ή αφορά ερανίσματα