εργατοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εργατοκρατία θηλυκό
- (πολιτική) πολιτική θεωρία και πρακτική που πρεσβεύει ότι μόνο οι εργάτες πρέπει να αναλάβουν την ηγεσία του σοσιαλιστικού κινήματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εργατοκρατία
|