εργοφυσιολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργοφυσιολογικός η εργοφυσιολογική το εργοφυσιολογικό
      γενική του εργοφυσιολογικού της εργοφυσιολογικής του εργοφυσιολογικού
    αιτιατική τον εργοφυσιολογικό την εργοφυσιολογική το εργοφυσιολογικό
     κλητική εργοφυσιολογικέ εργοφυσιολογική εργοφυσιολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργοφυσιολογικοί οι εργοφυσιολογικές τα εργοφυσιολογικά
      γενική των εργοφυσιολογικών των εργοφυσιολογικών των εργοφυσιολογικών
    αιτιατική τους εργοφυσιολογικούς τις εργοφυσιολογικές τα εργοφυσιολογικά
     κλητική εργοφυσιολογικοί εργοφυσιολογικές εργοφυσιολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργοφυσιολογικός < εργοφυσιολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εργοφυσιολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]