ερπετολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερπετολογικός < ερπετολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ερπετολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ερπετολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερπετολογικός
|