ερωτηματικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερωτηματικό τα ερωτηματικά
      γενική του ερωτηματικού των ερωτηματικών
    αιτιατική το ερωτηματικό τα ερωτηματικά
     κλητική ερωτηματικό ερωτηματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερωτηματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ερωτηματικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ερωτηματικό ουδέτερο

  1. σημείο στίξης που χρησιμοποιείται στο τέλος της πρότασης για να δείξει ότι η πρόταση είναι ερωτηματική
    το ελληνικό ερωτηματικό γράφεται ; ενώ το λατινικό ?
  2. κάτι για το οποίο υπάρχει αμφιβολία ή είναι άγνωστο
    πριν τη συνάντηση μας είχα πολλά ερωτηματικά για τις προθέσεις του

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • γεννώ ερωτηματικά: δημιουργώ αμφιβολίες
Δείτε επίσης: ;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ερωτηματικό