ερωτηματικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερωτηματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ερωτηματικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερωτηματικό ουδέτερο
- σημείο στίξης που χρησιμοποιείται στο τέλος της πρότασης για να δείξει ότι η πρόταση είναι ερωτηματική
- το ελληνικό ερωτηματικό γράφεται ; ενώ το λατινικό ?
- κάτι για το οποίο υπάρχει αμφιβολία ή είναι άγνωστο
- πριν τη συνάντηση μας είχα πολλά ερωτηματικά για τις προθέσεις του
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- γεννώ ερωτηματικά: δημιουργώ αμφιβολίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερωτηματικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ερωτηματικό
- αιτιατική ενικού του ερωτηματικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ερωτηματικός