ετεροχρονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ετεροχρονία < ετερόχρονος + -ία < ελληνιστική κοινή ἑτερόχρονος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ετεροχρονία θηλυκό
- η ιδιότητα του ετερόχρονου
- (ειδικότερα) (ιατρική) η εμφάνιση οργάνων ή ιστών σε οργανισμό σε χρονική περίοδο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ετερόχρονος, έτερος και χρόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ετεροχρονία
|