ευρωλιμένας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρωλιμένας αρσενικό
- λιμάνι της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ή της Ευρώπης)
- ※ Να καταστεί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ευρωλιμένας με την κατάληξη της πλωτής διασύνδεσης του Δούναβη με το συγκεκριμένο λιμάνι μέσω του πλωτού Αξιού. (εφ. Αυγή, 1/6/2018)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρωλιμένας
|