εφημεριδοπωλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφημεριδοπωλείο τα εφημεριδοπωλεία
      γενική του εφημεριδοπωλείου των εφημεριδοπωλείων
    αιτιατική το εφημεριδοπωλείο τα εφημεριδοπωλεία
     κλητική εφημεριδοπωλείο εφημεριδοπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εφημεριδοπωλείο < εφημερίδα + -ο- + -πωλείο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εφημεριδοπωλείο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]