εὔθυνσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὔθυνσῐς αἱ εὐθύνσεις
      γενική τῆς εὐθύνσεως τῶν εὐθύνσεων
      δοτική τῇ εὐθύνσει ταῖς εὐθύνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν εὔθυνσῐν τὰς εὐθύνσεις
     κλητική ! εὔθυνσῐ εὐθύνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐθύνσει
γεν-δοτ τοῖν  εὐθυνσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὔθυνσις < εὐθύνω + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εὔθυνσις θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]