Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζαχαριέρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζαχαριέρα οι ζαχαριέρες
      γενική της ζαχαριέρας
    αιτιατική τη ζαχαριέρα τις ζαχαριέρες
     κλητική ζαχαριέρα ζαχαριέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ζαχαριέρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ζαχαριέρα < ζάχαρη + -ιέρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζαχαριέρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]