ζενιθιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ζενιθιακός, -ή, -ό (& ζενιθικός)
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στο ζενίθ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζενιθιακός
|