ζεστοκόπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεστοκόπημα < ζεστοκοπώ + -μα < μεσαιωνική ελληνική ζεστοκοπώ < ζέστη < αρχαία ελληνική ζεστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεστοκόπημα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ζεστοκοπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζεστοκόπημα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)