ζυθεστιάτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυθεστιάτορας < ζύθος + εστιάτορας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζυθεστιάτορας αρσενικό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ζυθεστιατόριου ή εργαζόμενος σ’ αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυθεστιάτορας
|