ζωντοχήρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωντοχήρος αρσενικό
- ο άντρας που έχει πάρει διαζύγιο, ο διαζευγμένος άντρας
ζωντοχήρος αρσενικό