Μετάβαση στο περιεχόμενο

ζωόφυτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωόφυτο τα ζωόφυτα
      γενική του ζωόφυτου
& ζωοφύτου
των ζωόφυτων
& ζωοφύτων
    αιτιατική το ζωόφυτο τα ζωόφυτα
     κλητική ζωόφυτο ζωόφυτα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ζωόφυτο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ζωόφυτον[1] ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική zoophyte[2])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zoˈo.fi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζωόφυτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ζωόφυτο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ζωόφυτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.