Μετάβαση στο περιεχόμενο

ηλιόκριση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιόκριση οι ηλιοκρίσεις
      γενική της ηλιόκρισης των ηλιοκρίσεων
    αιτιατική την ηλιόκριση τις ηλιοκρίσεις
     κλητική ηλιόκριση ηλιοκρίσεις
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ηλιόκριση < ηλιό- + ... < κρούω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈʎo.kɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλιόκριση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ηλιόκριση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]