θαλασσαιμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θαλασσαιμικός < θαλασσαιμία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]θαλασσαιμικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που πάσχει από θαλασσαιμία
- θαλασσαιμικοί ασθενείς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θαλασσαιμικός
|