θερμασιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θερμασιά | οι | θερμασιές |
γενική | της | θερμασιάς | των | θερμασιών |
αιτιατική | τη | θερμασιά | τις | θερμασιές |
κλητική | θερμασιά | θερμασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμασιά < αρχαία ελληνική θερμᾰσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμασιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, ιατρική) υψηλή θερμοκρασία, πυρετός
- ※ Σαν την είδε ο βόιβοντας, θερμασιές τον έπιασαν, ζάλες τον ακόλλησαν. (Από το καλαμπακιώτικο δημοτικό τραγούδι «Η μπεΐνα»)
- (λαϊκότροπο, ιατρική, παρωχημένο) ελονοσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)