θερμοχημεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θερμοχημεία < θερμο- + χημεία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermochemistry)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θερμοχημεία θηλυκό
- (χημεία) κλάδος της χημείας που μελετά τη θερμοδυναμική (τα θερμικά φαινόμενα) των χημικών αντιδράσεων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θερμοχημεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα θερμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)