θρέψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρέψῐς αἱ θρέψεις
      γενική τῆς θρέψεως τῶν θρέψεων
      δοτική τῇ θρέψει ταῖς θρέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θρέψῐν τὰς θρέψεις
     κλητική ! θρέψῐ θρέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρέψει
γεν-δοτ τοῖν  θρεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρέψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρέψις θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]