ιριδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιριδικός | η | ιριδική | το | ιριδικό |
γενική | του | ιριδικού | της | ιριδικής | του | ιριδικού |
αιτιατική | τον | ιριδικό | την | ιριδική | το | ιριδικό |
κλητική | ιριδικέ | ιριδική | ιριδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιριδικοί | οι | ιριδικές | τα | ιριδικά |
γενική | των | ιριδικών | των | ιριδικών | των | ιριδικών |
αιτιατική | τους | ιριδικούς | τις | ιριδικές | τα | ιριδικά |
κλητική | ιριδικοί | ιριδικές | ιριδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο[επεξεργασία]
ιριδικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που σχετίζεται με την οφθαλμική ίριδα
- που σχετίζεται με τον ιριδισμό, πχ ιριδική στρατιωτική παραλλαγή
- (συνήθως σκωπτικό, υπερορθό) που ανήκει σε γυναίκα, κορίτσια ή κοπέλα που ονομάζεται Ίριδα