ιριδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιριδικός η ιριδική το ιριδικό
      γενική του ιριδικού της ιριδικής του ιριδικού
    αιτιατική τον ιριδικό την ιριδική το ιριδικό
     κλητική ιριδικέ ιριδική ιριδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιριδικοί οι ιριδικές τα ιριδικά
      γενική των ιριδικών των ιριδικών των ιριδικών
    αιτιατική τους ιριδικούς τις ιριδικές τα ιριδικά
     κλητική ιριδικοί ιριδικές ιριδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ιριδικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. που σχετίζεται με την οφθαλμική ίριδα
  2. που σχετίζεται με τον ιριδισμό, πχ ιριδική στρατιωτική παραλλαγή
  3. (συνήθως σκωπτικό, υπερορθό) που ανήκει σε γυναίκα, κορίτσια ή κοπέλα που ονομάζεται Ίριδα