ισοψηφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ισοψηφία < ελληνιστική κοινή ἰσοψηφία < αρχαία ελληνική ἰσόψηφος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ισοψηφία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότεροι υποψήφιοι, συνδυασμοί ή προτάσεις λαμβάνουν ίσο αριθμό ψήφων σε μια εκλογή ή ψηφοφορία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ισόψηφος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ισοψηφία
|