ισούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισούλι τα ισούλια
      γενική του ισουλιού των ισουλιών
    αιτιατική το ισούλι τα ισούλια
     κλητική ισούλι ισούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ισούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική usul

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ισούλι ουδέτερο

  1. (κρητικά) συνήθεια, έθιμο
  2. (κρητικά) τρόπος συμπεριφοράς

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014