ιστιοδρομικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστιοδρομικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ιστιοδρομικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιστιοδρομικό ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστιοδρομικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ιστιοδρομικό
- αιτιατική ενικού του ιστιοδρομικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ιστιοδρομικός