ιστοπαθολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιστοπαθολογικός < ιστοπαθολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ιστοπαθολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την ιστοπαθολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιστοπαθολογικός
|