ιστοπαθολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιστοπαθολογικός η ιστοπαθολογική το ιστοπαθολογικό
      γενική του ιστοπαθολογικού της ιστοπαθολογικής του ιστοπαθολογικού
    αιτιατική τον ιστοπαθολογικό την ιστοπαθολογική το ιστοπαθολογικό
     κλητική ιστοπαθολογικέ ιστοπαθολογική ιστοπαθολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιστοπαθολογικοί οι ιστοπαθολογικές τα ιστοπαθολογικά
      γενική των ιστοπαθολογικών των ιστοπαθολογικών των ιστοπαθολογικών
    αιτιατική τους ιστοπαθολογικούς τις ιστοπαθολογικές τα ιστοπαθολογικά
     κλητική ιστοπαθολογικοί ιστοπαθολογικές ιστοπαθολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ιστοπαθολογικός < ιστοπαθολογ(ία) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ιστοπαθολογικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]