ιταλιάνικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιταλιάνικος < Ιταλία + -ιάνικος (πρβλ Παριζιάνικος)
Επίθετο[επεξεργασία]
ιταλιάνικος -η -ο
- (οικείο ή ελαφρώς μειωτικό) ιταλικός