κάσαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάσαρο τα κάσαρα
      γενική του κάσαρου των κάσαρων
    αιτιατική το κάσαρο τα κάσαρα
     κλητική κάσαρο κάσαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κάσαρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cassero με τροπή [e] > [a] και απλοποίηση των δύο [ss]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κάσαρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]